υπορραπτω

υπορραπτω
    ὑπορράπτω
    ὑπο-ρράπτω
    досл. подшивать, сшивать, перен. сочинять, говорить
    

τί δράσων τόνδ΄ ὑπορράπτεις λόγον ; Eur. — с какой целью говоришь ты это?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπορραπτω" в других словарях:

  • υπορράπτω — ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α [ῥάπτω] επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω αρχ. (σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπερραμμένον — ὑπορράπτω patch perf part mp masc acc sg ὑπορράπτω patch perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορράπτει — ὑπορράπτω patch pres ind mp 2nd sg ὑπορράπτω patch pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορράπτουσι — ὑπορράπτω patch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπορράπτω patch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερράφθω — ὑπορράπτω patch perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορράπτεις — ὑπορράπτω patch pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορράψῃς — ὑπορράπτω patch aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρραπται — ὑπορράπτω patch perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρραπτο — ὑπορράπτω patch plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρραψεν — ὑπορράπτω patch aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπορραφή — και δ. γρφ. ὑποραφή, ἡ, Α [ὑπορράπτω] η ενέργεια τού υπορράπτω, το φοδράρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»